ἀποκορύφωσις

ἀποκορύφωσις
ἀποκορῠφ-ωσις, εως, ,
A concentration,

εἰς ἕν Prisc.Lyd.22.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποκορυφώσει — ἀποκορύφωσις concentration fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκορυφώσεϊ , ἀποκορύφωσις concentration fem dat sg (epic) ἀποκορύφωσις concentration fem dat sg (attic ionic) ἀποκορυφόω bring to a point aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκορυφόω bring… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκορύφωσιν — ἀποκορύφωσις concentration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκορύφωση — η (Α ἀποκορύφωσις) νεοελλ. το να φθάνει κάτι στο αποκορύφωμά του αρχ. συγκέντρωση, κατάληξη σε ένα σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”